παραγράφου

παραγράφου
παράγραφος
line
fem gen sg
παραγράφω
write by the side
pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric)
παραγράφω
write by the side
imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εδάφιο — το (AM ἐδάφιον) χωρίο, σύντομο απόσπασμα ενός κειμένου («οὕτω δὲ τὸ ἐδάφιόν ἐστιν ἐγγεγραμμένον») νεοελλ. (για νόμους, καταστατικά, κανονισμούς κ.λπ. συνταγμένους με αύξοντα αριθμό και διαιρεμένους σε παραγράφους) η υποδιαίρεση παραγράφου («το… …   Dictionary of Greek

  • στίξη — Η χρήση σημείων για το χωρισμό των λέξεων από άλλες, σε προτάσεις και μέρη προτάσεων. Μερικά από τα σημεία αυτά (τελεία, στιγμή, μέση στιγμή και κόμμα), επινόησε και πρωτοχρησιμοποίησε στην ελληνική γλώσσα ο Αλεξανδρινός γραμματικός Αριστοφάνης ο …   Dictionary of Greek

  • τίτλος — ο, ΝΜΑ, και τίτυλος Μ, και τίτουλας ΜΑ, και τίτλος, ἡ, Α νεοελλ. μσν. λέξη ή σύντομο κείμενο που δηλώνει το περιεχόμενο ενός συγγράμματος, ενός θεατρικού έργου, ενός κεφαλαίου ή παραγράφου, επικεφαλίδα νεοελλ. 1. ονομασία επιχείρησης, ιδρύματος,… …   Dictionary of Greek

  • Ιουστινιάνειο δίκαιο — Το corpus juris civilis, που αποτελεί το καταστάλαγμα του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου και χωρίζεται σε τέσσερα μέρη: α) Εισηγήσεις (iustitutiones), οι οποίες διαιρούνται σε τέσσερα βιβλία, καθένα από τα οποία χωρίζεται σε τίτλους και κάθε τίτλος σε …   Dictionary of Greek

  • μέτρηση και μέτρο — Στις φυσικές επιστήμες υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών του μέτρου και της μέτρησης ενός μεγέθους. Μέτρηση είναι μια διαδικασία ή ένα σύνολο από διαδικασίες, που επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αριθμητική τιμή (δηλαδή το μέτρο)… …   Dictionary of Greek

  • αλλά — σύνδεσμος αντιθετικός αντίστοιχος με τον μα 1. μπαίνει στην αρχή πρότασης, περιόδου ή παραγράφου ως μεταβατικός, αλλά και με κάποια αντίθεση προς τα προηγούμενα: Αλλά όλα αυτά τα προτερήματα θα μεναν ίσως σε αδράνεια, αν δεν είχε ο άντρας αυτός… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παράγραφος — η 1. το μεγαλύτερο ολοκληρωμένο τμήμα γραπτού πεζού λόγου: Για το επόμενο μάθημα θα έχετε τις άλλες δύο παραγράφους. 2. Το σημάδι της παραγράφου (§). 3. μτφ., η ολότελα άσχετη υπόθεση: Αυτό είναι άλλη παράγραφος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”